- λογοδότης
- λογοδότης, ὁ (Μ)αυτός που λογοδοτεί, που δίδει λόγο τών πεπραγμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -δότης < δί-δω-μι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογοδοτώ — 1. κάνω απολογισμό 2. δίνω λόγο για ορισμένες πράξεις μου, απολογούμαι για όσα έχω κάνει («ο πρόεδρος θα λογοδοτήσει κάποτε για τις ατασθαλίες του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Στούπη] … Dictionary of Greek